Αγκομαχάς κι αυτό το χάραμα... Θέλουν να σε δουν να μικραίνεις, να μικραίνεις, να γίνεσαι μία υποψία ανθρώπου, παγιδευμένος από τα βάρη τ’ ουρανού και των ριζών σου το βάθεμα. ''Δε μπορώ'', μου λες, ''να κινήσω ούτε βήμα από δω''. Δεν αντέχεις το βλέμμα τους, τις μάσκες τους τις ''όμορφες''... Θέλεις να βαδίσεις ελεύθερα, δίχως σκοινιά. Μόνο το σκοινί κάτω από τα πόδια σου, το σκοινί του ακροβάτη που χαϊδεύει τα πέλματά σου, αυτό το σκοινί που σε κάνει να αιωρείσαι πάνω από όλους αυτούς που βάθαιναν τις ρίζες σου στο χώμα. Το σκοινί του ακροβάτη, το δεμένο στις δυο άκρες τ’ ουρανού.
Κι εσύ τραμπαλίζεσαι πάνω του, ακροβάτης σαν από πάντα, με την χάρη του άφοβου αγριμιού και την ματιά σου στραμμένη πέρα στον ορίζοντα, στα σύννεφα, στου ήλιου σου τις χαραυγές και της βροχής τα ουράνια τόξα. Ακροβάτης στων ονείρων το σκοινί, ο ουρανός γύρω σου κι η θάλασσα αγκαλιά στο πέσιμό σου.
Μα, δεν μπορείς να ανοίξεις τα χέρια σου σε κανέναν. Τα χέρια σου γίνηκαν ξύλινα, η καρδιά σου είναι γεμάτη από τόσα, τόσα πολλά, μα κανείς δεν μπορεί να τα δει. Σε κανέναν δεν μπορείς να τα δείξεις. Δεν πρέπει, δεν πρέπει, από πείσμα, από φόβο θες, δεν θέλεις! Μοναχικός ακροβάτης, να διασκεδάζεις το φιλοθεάμον κοινό, να φοβούνται με τ’ ακροβατικά σου, να χειροκροτούν με κάθε σου προσγείωση στο σκοινί, να περιμένουν την πτώση σου οι πιο χαιρέκακοι. Ως εκεί.
Από αυτό το σημείο και μετά η κουρτίνα κλείνει. Και ο ακροβάτης συνεχίζει να ισορροπεί, να αιωρείται ανάμεσα στο βέβαιο και το αβέβαιο, ανάμεσα στο όνειρο και στο ‘’είναι’’. Με την κουρτίνα όμως κλειστή. Γιατί κανείς τους δεν μπορεί, κανείς τους δεν θα καταλάβει. Γιατί είχε την ατυχία (ή μήπως τύχη;) να γεννηθεί ακροβάτης στην εποχή του επιβάτη. Γιατί όλοι επιλέγουν το μέσον που θα τους πάει στο τέρμα, ενώ ο ακροβάτης είχε μονάχα ένα σκοινί και ένα ονειροπαρμένο μυαλό. Και ποτές του δεν είχε την μανία να φτάσει στο τέρμα, απλά θέλει να ζει ακροβατώντας, με τον ουρανό κρεμασμένο στα μαλλιά και την θάλασσα από κάτω ανοικτή αγκαλιά.
Μέχρι τα δυο άκρα της πλάσης ολάκερης να στενέψουν, να στενέψουν, να πλησιάσουν ολοένα πιο κοντά, μαγεμένα από τα ακροβατικά, και να γίνουν μια αγκαλιά, μια αγκαλιά κλειστή, μα συνάμα απέραντη για τον ακροβάτη. Κι αυτό είναι το τέρμα, αυτό θα’ ναι το τέρμα του. Γι’ αυτό προσεύχεται κάθε χάραμα ακροβατώντας στις μύτες των ποδιών του. Μια ατέλειωτη προσευχή πάνω στο τεντωμένο σκοινί, μαγεμένος μέσα στης χαραυγής το μαγικό χρύσωμα.
Σ.
''Με τον καιρό να'ναι κόντρα, έχει τιμή σαν πετάς'', μοναχικέ μου ακροβάτη, που τραμπαλίζεις στον αέρα, κοιτάς τις χαραυγές κι όλο κλαις, κι όλο κλαις...
ΑπάντησηΔιαγραφή