Σαν τα σμήνη που περνούν σε αιθέριους σχηματισμούς μπροστά απο το ολόγιομο φεγγάρι,
σαν τα διαβατάρικα πουλιά που γι'άλλους ουρανούς κινούν πιο γαλανούς,
απ'του χειμώνα του άκαρδου την παγερή αγκαλιά να φύγουν μακριά,
για να'ρθουν πάλι πίσω αντάμα με της Άνοιξης την δροσερή πνοή,
έτσι κι εσύ, αποδημητικέ μου αϊτέ, άπλωσε τα φτερά σου,
κάνε ένα γύρο πάνω απ'των ματιών μου τις ηλιαχτίδες, ένα γύρο παλικαρίσιο,
μια πεντοζάλη στ'ουρανού την σκηνή χόρεψε για μένα, κι ύστερα κίνα για τόπους πιο φιλόξενους, γύρεψε την Άνοιξη σε τόπους ανθισμένους γιομάτους τριαντάφυλλα εκατόφυλλα,
ουρανούς καθάριους, ασυννέφιαστους...
Και σαν γυρέψεις πάλε την Άνοιξη εδώ,
σαν αποθυμήσεις τις αγριοτουλίπες που ανθίζουν μοναχές πάνω στων βουνών τις άγριες κορφές,
έλα πάλε κατα δω, αϊτέ μου περήφανε,
άνοιξε τα φτερά σου και πέτα κατα δω πάνω στου ήλιου το άρμα ζωσμένος.
Και σαν ρθεις, μην βγάλεις κραυγή και με τρομάξει το άκουσμά σου,
μονάχα πέτα και πάλι πάνω απο τα μάτια μου,
να δω την σκιά σου να περιγράφει πάνω στο χώμα που αγκαλιάζει τις ρίζες μου,
πάνω στο μισολιωμένο χιόνι που απόμεινε,
πριν το κάψει κι αυτό της Άνοιξης η πυρωμένη αγκαλιά...
Τη σκιά σου να δω, το πετάρισμά σου να ακούσω, διαβατάρικε αϊτέ μου,
για να τινάξω τα σκονισμένα απο την πλησμονή πέταλά μου,
να πετάξω απο πάνω μου τους χειμωνανθούς,
που μ'αγκάλιασαν να με ζεστάνουν απο του χειμώνα την κρύα ανάσα,
να στολιστώ της Άνοιξης το πολύχρωμο πέπλο...
Λευκή τουλίπα στις αγριοκορφές ενός βουνού, λησμονημένου απ'τους πολλούς,
λατρεμένου απο τα λεύτερα θηρία που αρμενάνε στην αντάρα του καιρού.
Σαν τα διαβατάρικα πουλιά κι εσύ, αϊτέ μου, πέτα μακριά, λεύτερος, περήφανος,
να καμαρώσω την ομορφιά στα μάτια σου τα λατρεμένα,
να σε καμαρώσω ματάκια μου αγέρωχα,
και σαν ο δρόμος σου σε βγάλει πάλε εδώ, θα φέρεις μαζί σου της Άνοιξης τη μέθη.
Μα σαν βρεις αλλού της Άνοιξης την ομορφιά,
μη φοβηθείς κι έρθεις εδώ για μια μονάχα αγριοτουλίπα.
Είναι μια ανάμεσα σε χιλιάδες.
Θα την φροντίσει το χάδι του βουνού, θα την σκεπάσει το αμόλυντο. απάτητο χιόνι το λευκό,
έτσι που δεν θα μπορείς να την διακρίνεις έτσι λευκή μες στου χιονιού το πέπλο.
Η ρίζα της μονάχα θα ματώνει, βαθιά στο χώμα κρυμμένη,
ένα κόκκινο που θα κυλά βαθιά, ως του βουνού του άγριου το χτυποκάρδι,
να ζεσταίνει τα άγρια θεριά που κοιμούνται στην νάρκη του χειμώνα...
Σ.